ἐξουθένωσα

ἐξουθένωσα
ἐξουθενόω
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξουθενώνω — εξουθένωσα, εξουθενώθηκα, εξουθενωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να μηδενιστεί, τον εκμηδενίζω. 2. εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω ολοκληρωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξουθενώσας — ἐξουθενώσᾱς , ἐξουθενόω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουθενώνω — εξουθενώνω, εξουθένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”